ἐνθύμημα — thought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθύμημα — Όρος της Λογικής που αναφέρεται στο επιχείρημα η παράθεση του οποίου γίνεται με ξεχωριστό τρόπο. Ειδικότερα, η ονομασία αυτή δίνεται σε έναν συλλογισμό στον οποίο μια πρόταση ή το συμπέρασμα εννοούνται. Ο Αριστοτέλης όριζε το ε. ως «συλλογισμό εξ … Dictionary of Greek
ἐνθύμημ' — ἐνθύμημα , ἐνθύμημα thought neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Энтимема — (ένθύμημα) сокращенный силлогизм, в котором опущена одна из посылок, или большая, или меньшая; опущением делается в том случае, когда посылка представляется общепризнанной или очевидной. Иногда к Э. прибегают нарочно, желая получить неожиданное… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἐνθυμημάτων — ἐνθύμημα thought neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήμασι — ἐνθύμημα thought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήμασιν — ἐνθύμημα thought neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήματα — ἐνθύμημα thought neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήματι — ἐνθύμημα thought neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθυμήματος — ἐνθύμημα thought neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)